- Κυμοδόκη
- Κῡμοδόκη , ΚυμοδόκηWave-receiverfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κυμοδόκη — Κυμοδόκη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που δέχεται τα κύματα ή πλήττεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, κυμινο δόκη] … Dictionary of Greek
κυμοδόκη — Wave receiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cymodoce — CYMODŎCE, es, Gr. Κυμοδόκη, ης, (⇒ Tab. IV.) der vorhergehenden Schwester. Hesiod. Theog. v. 252. & Hygin. Præf. p. 5. Sieh Nereides … Gründliches mythologisches Lexikon
NISAEE — nymphae nomen, Virg. Georg. l. 4. v. 338. Nisaee, Spioque, Thaliaque, Cymodoceque. Propert. l. 2. Eleg. 26. v. 16. Candida Nisaee, caerula Cymothoe. Sed leg. Nesaee, ex Homer. Il. 18. v. 40. Νησαίη, Σπειώ τε, Θάλειά τε, Κυμοδόκη τε … Hofmann J. Lexicon universale
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek